ποικιλόγραμμος

ποικιλόγραμμος
ποικῐλό-γραμμος, ον,
A striped, Arist.Fr.296.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ποικιλόγραμμος — ο / ποικιλόγραμμος, ον, ΝΑ αυτός που έχει ποικίλες γραμμές, διαφόρων ειδών γραμμές, ραβδωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + γραμμος (< γραμμή)] …   Dictionary of Greek

  • ποικιλόγραμμον — ποικιλόγραμμος striped masc/fem acc sg ποικιλόγραμμος striped neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμμή — η (AM γραμμή) Ι. συνεχής σειρά σημείων που χαράσσεται με αιχμηρό όργανο σε σκληρή επιφάνεια ή σύρεται με μολύβι νεοελλ. 1. συνεχής παράταξη ομοίων πραγμάτων, σειρά 2. κατεύθυνση, πορεία («γραμμή τής κυβερνήσεως») 3. έσχατο όριο (πραγματικό ή… …   Dictionary of Greek

  • ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”